- ἐπήλυτος
- ἐπήλυτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επήλυτος — ἐπήλυτος, ον (Α) ἔπηλυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω «έρχομαι») + τος. Το η τού ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ἐπήλυτον — ἐπήλυτος masc/fem acc sg ἐπήλυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύτοις — ἐπήλυτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύτου — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen sg ἐπηλύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύτων — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύτῳ — ἐπήλυτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυτοι — ἐπήλυτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵԿԱՄՈՒՏ — (մտի, ից կամ աց.) NBH 1 0650 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ.ա. προσήλυτος, ἑπήλυτος advena Եկ ոք արտաքուստ մտեալ ի թիւ բնակաց. օտարական, կամ նորահաւատ. նորեկ. սպրդեալ ոք. *Մերձենայցէ առ ձեզ եկամուտ. Ել. ՟Ժ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)